πύραυλος

πύραυλος
(ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα αυτά είναι αέρια σε υψηλή θερμοκρασία που εξέρχονται με υψηλές ταχύτητες (της τάξης, κατά μέσον όρο, των 2.000 μ./δευτ.) από το προωθητικό ακροφύσιο· σύμφωνα με το κλασικό σχήμα του Ντε Λαβάλ, το ακροφύσιο είναι συγκλίνον και αποκλίνον και εξασφαλίζει μια κανονική έξοδο σε υπερηχητική ταχύτητα. Η ώθηση που παρέχει ο π, αυξάνεται αν αυξηθεί είτε η ταχύτητα εκτόξευσης είτε η μάζα του προωθητικού μείγματος, η οποία εκτοξεύεται στη μονάδα του χρόνου, σύμφωνα με την απλή σχέση Τ = (Q/g) . U· η ώθηση Τ (σε Kg) εκφράζεται σε συνάρτηση με την παροχή εκτόξευσης Q (Kg/s, δηλαδή σε χιλιόγραμμα/δευτ.), την ταχύτητα εξόδου U (m/s, δηλαδή μ./δευτ.) και την επιτάχυνση της βαρύτητας g [μέτρα ανά τετράγωνο του αριθμού των δευτερολέπτων: g (m/s2)]. Από αυτό προκύπτει ότι είναι δυνατόν με ίση κατανάλωση προωθητικού μείγματος να λάβουμε ωθήσεις τόσο υψηλότερες όσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα εξόδου· αλλά η τεχνική αυτή προκαλεί συνήθως χαμηλή απόδοση του προωθητικού φαινομένου (ή προωθητικής απόδοσης)· από αυτό συνάγεται ότι η χρήση του π. ενδείκνυται όταν εφαρμόζεται ως προωθητική μηχανή σε κινητά ικανά για υψηλές ταχύτητες, κατά το δυνατόν πλησιέστερες προς την ταχύτητα με την οποία εξέρχονται τα αέρια εκτόνωσης. Παρά τις περιορισμένες τους επιδόσεις σε μικρή ταχύτητα, οι π. χρησιμοποιούνται επίσης και για να δώσουν σημαντικές ωθήσεις σε κινητά πολύ αργά (για να βοηθήσουν την απογείωση των αεροσκαφών κάθετης απογείωσης ή για να επιταχύνουν βλήματα στις πρώτες στιγμές της εκτόξευσής τους), χάρη στην απλότητά τους και στην ευνοϊκή σχέση μεταξύ ώθησης και βάρους η οποία τους χαρακτηρίζει. Η δυνατότητα λειτουργίας ακόμα και σε ατμόσφαιρα πάρα πολύ αραιή ή τελείως στο κενό (όπου η ώθησή τους προκύπτει ακόμα υψηλότερη, γιατί λείπει κάθε αντίθετη πίεση προς την έξοδο, και έτσι έχουμε υψηλότερες ταχύτητες εκτόξευσης), επειδή δεν χρειάζονται το ατμοσφαιρικό οξυγόνο, κάνει τους π. πρακτικά αναντικατάστατους στην πτήση σε πολύ μεγάλα ύψη και στο εξωατμοσφαιρικό κενό· οι ιδιότητες αυτές επέβαλαν την παγκόσμια υιοθέτηση των π. στην αστροναυτική. Οι π. που χρησιμοποιούνται σήμερα (είναι ακόμα σε φάση μελέτης και πειραματισμού τεχνικές προώθησης βασιζόμενες στην εκτόξευση σωματιδίων που έχουν επιταχυνθεί με ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια) εφαρμόζουν συστήματα με διπλό ή μονό προωθητικό μείγμα και με υβριδικό μείγμα (βαλλιστικά βλήματα). Η σημαντικότερη παράμετρος στον καθορισμό των χαρακτηριστικών ενός πυραυλοκινητήρα είναι η ειδική ώθηση, ίση προς τον αριθμό Kg ώθησης, η οποία λαμβάνεται με την κατανάλωση ενός Kg προωθητικού καυσίμου ανά δευτερόλεπτο ή, κατά άλλη έκφραση, ο αριθμός των δευτερολέπτων κατά τα οποία ένα Kg προωθητικού καυσίμου μπορεί να παράγει ώθηση ενός Kg. Μια ενδεικτική μέση τιμή της ειδικής ώθησης των προωθητικών καυσίμων που χρησιμοποιούνται στους σύγχρονους π. είναι από 200-250 δευτερόλεπτα, αλλά τιμές 300 δευτερολέπτων (έως περίπου τα 450 δευτ.) μπορούν να ληφθούν με τη χρήση προωθητικών μειγμάτων υψηλής ενέργειας. Απογείωση πυραύλου από το Ιαπωνικό διαστημικό κέντρο Τανεγκασίμα (φωτ. ΑΠΕ). Πύραυλος «Δέλτα ΙΙ» σχεδιασμένος από τη NASA για την εξερεύνηση του πλανήτη Άρη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
1. όχημα που προωθείται από αναερόβιο κινητήρα αντιδράσεως με την εκτόξευση μέρους τής ίδιας του τής μάζας αντίθετα προς τη φορά τής κίνησής του
2. φρ. α) «βαλλιστικός πύραυλος» — κατευθυνόμενος πύραυλος που, μετά τον τερματισμό τής προωθητικής του δύναμης λόγω εξάντλησης τών καυσίμων του, μεταβάλλεται σε βλήμα ελεύθερης πτήσης, ακολουθώντας στο υπόλοιπο τής κίνησής του βλητική τροχιά
β) «διηπειρωτικός πύραυλος» — πύραυλος που εκτοξευόμενος από μία ήπειρο, είναι ικανός να πλήξει στόχο σε οποιαδήποτε άλλη ήπειρο τού πλανήτη μας
γ) «κατευθυνόμενος πύραυλος» — πύραυλος εφοδιασμένος με αυτόνομο σύστημα πρόωσης και με σύστημα αυτό- ή τηλεκατεύθυνσης σε ολόκληρη ή σε μέρος τής τροχιάς του. δ) «πύραυλος-φορέας» — πύραυλος ικανός να φέρει και να μεταφέρει γόμωση ή άλλο φορτίο στον προκαθορισμένο στόχο
ε) «στρατηγικός πύραυλος» — πύραυλος ικανός να πλήξει στρατηγικούς στόχους
στ) «τακτικός πύραυλος» — πύραυλος προοριζόμενος να πλήξει τακτικό στόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + αυλός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο Σκευολόγιον Στρατιωτικόν τού Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πύραυλος — ο 1. κινητήρια μηχανή, η οποία εκτός από τα καύσιμα μεταφέρει και το απαραίτητο για την καύση οξειδωτικό, αλλ. ρουκέτα. 2. πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται και σκάει στον αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • πάτριοτ — το στρατ. πυραυλικό σύστημα επιφάνειας αέρα που δημιούργησαν οι Αμερικανοί και έθεσαν σε χρήση το 1985, αντικαθιστώντας το παλαιότερο σύστημα «χωκ» και το οποίο έχει μεγαλύτερο βεληνεκές και έναν όροφο, χρησιμοποιεί στερεά καύσιμα και διαθέτει… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”